- δωδεκάκρουνος
- δωδεκά-κρουνος, ον,A with twelve springs, Cratin.186, Philostr.VS1.22.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δωδεκάκρουνος — δωδεκάκρουνος, ον (Α) (για πηγή) με δώδεκα κρουνούς … Dictionary of Greek
δωδεκάκρουνος — with twelve springs masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκάκρουνον — δωδεκάκρουνος with twelve springs masc/fem acc sg δωδεκάκρουνος with twelve springs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей